πλέριος, -ια, -ιο

πλέριος, -ια, -ιο
γεμάτος, τέλειος, ακέριος, ολόκληρος: Πρέπει να είναι πλέρια η ενημέρωση του λαού σε πολιτικά θέματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλέριος — α, ο, Ν πλήρης. επίρρ... πλέρια πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης, κατά το ακέριος] …   Dictionary of Greek

  • ολοκληρωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που συντελεί ή αποτελεί ολοκλήρωση, τελειωτικός, συνολικός, ολάκερος, πλέριος: Ολοκληρωτική καταστροφή. 2. (μαθημ.), αυτός που αναφέρεται στην ολοκλήρωση ή το ολοκλήρωμα· «Ολοκληρωτικός λογισμός», κλάδος των μαθηματικών για …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”